- θέρμος
- Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει. Η διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας στο εσωτερικό του δοχείου εξασφαλίζεται από το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στα τοιχώματά του και από την ιδιότητα του γυαλιού ως κακού αγωγού της θερμότητας, ενώ η επαργύρωση των επιφανειών στο εσωτερικό των δύο τοιχωμάτων αποτρέπει τη μετάδοση της θερμοκρασίας με ακτινοβολία. Τα θ. κλείνονται με ένα πλαστικό, συνήθως, καπάκι και συμπληρώνονται με μία επίσης πλαστική βάση, μεταξύ του γυάλινου δοχείου και του περιβλήματος, η οποία χρησιμεύει στην εξουδετέρωση των κρούσεων. Τα θ., γνωστά και ως δοχεία Ντιούαρ, επιτρέπουν τη διατήρηση του περιεχομένου τους στην επιθυμητή θερμοκρασία για αρκετές ώρες.
* * *(I)ο (ΑΜ θέρμος)ονομασία διαφόρων ειδών τού φυτού λούπινοαρχ.φρ. «εἰς τοὺς θέρους» — στο θερμοπωλείο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός, με αναβιβασμό τού τόνου. Η ονομασία τού φυτού οφείλεται πιθ. στην πικράδα (δριμύτητα) τού σπόρου τού λούπινου].————————(II)οδοχείο ειδικής κατασκευής για τη διατήρηση τής θερμοκρασίας τών θερμών ή ψυχρών ποτών ή τροφών που μπαίνουν σ' αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermos, αγγλ. thermos (flask), γερμ. Thermos (Flasche), πρβλ. θερμός].
Dictionary of Greek. 2013.